canapuccia

canapuccia
canapuccias. f.  (pl. -ce ) Seme di canapa.

Enciclopedia di italiano. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • canapuccia — ca·na·pùc·cia s.f. CO semi di canapa usati spec. come becchime per gli uccelli {{line}} {{/line}} DATA: 1622 …   Dizionario italiano

  • canapuccia — pl.f. canapucce …   Dizionario dei sinonimi e contrari

  • καναπίτσα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 35 χλμ. ΝΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ …   Dictionary of Greek

  • καναπιτσόσπορος — ο 1. ο σπόρος τής καναπίτσας*. 2. παροιμ. «τού δωκε φύκια και πήρε καναπιτσόσπορο» για ανταλλαγή πραγμάτων που δεν έχουν καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < καναπίτσα (< ιταλ. canapuccia < + σπορος (< σπόρος), πρβλ. ηλιό σπορος, πεπονό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”